ανασάλεμα

ανασάλεμα
το
το να ανασαλεύει κανείς, κίνηση ελαφριά και επαναλαμβανόμενη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανασάλεμα — το, ατος μικρή, ελαφρή κίνηση: Έγινε ένα μικρό ανασάλεμα στα φύλλα των θάμνων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”